- ἀντιβίην
- ἀντιβίην [βῐ], Adv., ([etym.] βία)A against, face to face,
ἐριζέμεναι βασιλῆϊ ἀντιβίην Il.1.278
;Ἕκτορι πειρηθῆναι ἀ. 21.226
, cf.5.220, Orph.L.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐριζέμεναι βασιλῆϊ ἀντιβίην Il.1.278
;Ἕκτορι πειρηθῆναι ἀ. 21.226
, cf.5.220, Orph.L.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιβίην — ἀντιβίην (Α) [ἀντίβιος] κατά πρόσωπο, ως ίσος προς ίσον … Dictionary of Greek
ἀντιβίην — ἀντίβιος opposing force to force fem acc sg (epic ionic) ἀντιβίην against indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίβιος — ἀντίβιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [βία] 1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία 2. εχθρικός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον αντιβίην* … Dictionary of Greek